ταπώνω

ταπώνω
[тапоно] р. закрывать пробкой, втулкой, закупоривать.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ταπώνω" в других словарях:

  • ταπώνω — ταπώνω, τάπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταπώνω — Ν [τάπα] 1. κλείνω ένα αντικείμενο με τάπα, πωματίζω («τάπωσε το μπουκάλι για να μην εξατμιστεί το άρωμα») 2. (στην καλαθοσφαίριση) χτυπώ την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι 3. φρ. «ταπώνω κάποιον» αποστομώνω …   Dictionary of Greek

  • ταπώνω — τάπωσα, ταπώθηκα, ταπωμένος, βάζω τάπα, βάζω καπάκι, βουλώνω: Το μπουκάλι είναι ταπωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυσαύχην — βυσαύχην, ο, η (Α) κοντολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βυσ (του αορ. έβυσα του ρ. βύω) «κλείνω, αποφράσω, ταπώνω» + αυχήν] …   Dictionary of Greek

  • βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… …   Dictionary of Greek

  • βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το …   Dictionary of Greek

  • εννάσσω — ἐννάσσω (AM) [νάσσω] φράζω με πώμα, πωματίζω, ταπώνω, βουλλώνω …   Dictionary of Greek

  • πωματίζω — ΝΑ κλείνω, καλύπτω δοχείο με πώμα, ταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶμα, ατος «καπάκι, σκέπασμα»] …   Dictionary of Greek

  • συρβάβυττα — Α επίρρ. άνω κάτω, άτακτα, ανάκατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α συνθετικό τη λ. σύρβη / τύρβη* «ταραχή, θόρυβος», ενώ το β συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. βύω «κλείνω, ταπώνω, φράζω» (πρβλ. τον τ. που… …   Dictionary of Greek

  • τάπωμα — το, Ν [ταπώνω] 1. κλείσιμο με τάπα, πωματισμός 2. το αντικείμενο με το οποίο ταπώνει κανείς, βούλλωμα, τάπα 3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί …   Dictionary of Greek

  • ταμπονάρω — Ν [ταμπόν] στουπώνω, ταπώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»